ἐπιχειρηματικός — tentative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχειρηματικός — ή, ό (Α ἐπιχειρηματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος τής χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.) 2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση… … Dictionary of Greek
ἐπιχειρηματικά — ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc pl ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc/acc dual ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικώτερον — ἐπιχειρηματικός tentative adverbial comp ἐπιχειρηματικός tentative masc acc comp sg ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικῶν — ἐπιχειρηματικός tentative fem gen pl ἐπιχειρηματικός tentative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικόν — ἐπιχειρηματικός tentative masc acc sg ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικαί — ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικοῖς — ἐπιχειρηματικός tentative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικοί — ἐπιχειρηματικός tentative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρηματικούς — ἐπιχειρηματικός tentative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)